καταγώνισις

καταγώνισις
καταγώνισις, ἡ (Α) [καταγωνίζομαι]
νίκη, κατίσχυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταγωνισμός — καταγωνισμός, ὁ (Α) [καταγωνίζομαι] η καταγώνισις* …   Dictionary of Greek

  • καταγωνίσῃ — καταγωνίσηι , καταγώνισις conquest fem dat sg (epic) καταγωνίζομαι prevail against aor subj mp 2nd sg καταγωνίζομαι prevail against fut ind mp 2nd sg καταγωνίζομαι prevail against aor subj mp 2nd sg καταγωνίζομαι prevail against fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”